Η πόλη Πανοπεύς
Βόρειο Γεωγραφικό Πλάτος : 38° 32' 07" και
Ανατολικό Γεωγραφικό Μήκος : 22° 47' 26"
Ο Πανοπεύς, είναι το σημερινό χωριό Άγιος Βλάσιος της επαρχίας Λεβαδείας του νομού Βοιωτίας. Δέκα οκτώ χιλιόμετρα από την Λειβαδιά επί της παλιάς εθνικής οδού Λειβαδιάς -Λαμίας μεταξύ Χαιρώνειας και Δαύλειας. Βρίσκεται στο δυτικώτερο άκρο της Κωπαϊδας, εκεί που συναντώνται ο δίκορφος Παρνασσός, η Κίρφη, ο πανάγιος Ελικώνας και πηγάζει μέρος του βοιωτικού Κηφισσού (Μαυρονέρι). Η περιοχή κατοικείται αδιαλείπτως από την βαθειά αρχαιότητα.
Το χωριό είναι χτισμένο στους πρόποδες ενός ψηλού βραχόλοφου που το στεφανώνουν πουρνάρια και σχίνα. Στην αρχαιότητα ανήκε γεωγραφικά στον νομό της Φωκίδας και ήταν μάλιστα η πρώτη πόλη αυτής από την πλευρά της Βοιωτίας και επί της αρχαίας οδού που οδηγούσε από την Θήβα στους Δελφούς.
Οι κάτοικοί του γεωργοί, κατά κύριο λόγο, με μερικούς κτηνοτρόφους, μοιράζονται και καλλιεργούν μαζί με τους κατοίκους της Δαύλειας, του Μαυρονερίου και της Χαιρώνειας, τον κάμπο που απλώνεται στους ανατολικούς πρόποδες του Παρνασσού, το πάλαι ποτέ, Πανόπειον Πεδίον. Σπέρνουν κυρίως βαμβάκι, καλαμπόκι, σιτάρι, τριφύλλι. Έχει σημαντικό ελαιώνα και αμπέλια. Το έδαφος, ξεκινώντας από τους πρόποδες των βουνών προς τον Κηφισσό και την κυρίως Κωπαΐδα, διαβαθμίζεται από ελαφρώς γόνιμο μέχρι εξόχως εύφορο.
Στο χωριό, από τους χίλιους περίπου εγγεγραμμένους κατοίκους, διαμένουν μονίμως περί τους τριακοσίους. Έχει όμορφα ανακαινισμένα παλιά σπίτια των αρχών του 20ου αιώνα καθώς και αρκετά νεόκτιστα με δένδρα και λουλούδια στις αυλές τους. Ασφαλτοστρωμένους καθαρούς δρόμους και συχνή συγκοινωνία με άνετη πρόσβαση σε όλα τα μέσα μεταφοράς. Διαθέτει κεντρικό υδραγωγείο με άφθονο και καλό νερό. Κλίμα σχετικά ξηρό και κυρίως υγιεινό. Σε ωραίο κεντρικό φυσικό ύψωμα, την Μαγούλα, δεσπόζει του χωριού ο πετρόκτιστος ναός του Σωτήρος που αποτελεί αρχιτεκτονικό κόσμημα του προπερασμένου αιώνα (1861).
Τον σηκό του ναού υποβαστάζουν τέσσερις γρανιτένιες κολώνες, ενώ τον κοσμούν ωραία λίθινα υπέρθυρα και παραστάδες, ενσωματωμένα κατάλοιπα και μέρη αρχαίου ελληνικού ναού κοντινής τοποθεσίας, ίσως του Διός Σωτήρος. Στην ίδια πλακόστρωτη υπερυψωμένη και μαγευτική πλατεία βρίσκεται το δημοτικό σχολείο καθώς και το ηρώο των πεσόντων για την πατρίδα, εν καιρώ πολέμου και ειρήνης.
Ιδιόκτητα, εν αδρανεία πηγάδια, καθώς και το κεντρικό πηγάδι στην είσοδο του χωριού μαζί με την εξ ίσου παλιά κτισμένη βρύση (1861) φέρουν ευδιάκριτα λίθινα τμήματα κτισμάτων από την αρχαία πόλη.
Ανηφορίζοντας τον ελαφρώς τραχύ και πετρώδη λόφο, που τον σκεπάζουν θυμάρια, ασφάκες, ασφόδελοι, ρίγανη και μύρια ωραία αγριολούδα, όπως οι ποικιλόχρωμες παπαρούνες και περπατώντας στα ερείπια της αρχαίας ζωής, περπατάει μαζί μας ο μύθος και η ιστορία. Μας καταλαμβάνει μια μυστηριακή χαρμόσυνη αίσθηση ότι μας παρακολουθούν αρχαίες μορφές και στις ατραπούς του δικόρφου Παρνασσού σβήνουν οι τελευταίες δάδες από τους χορούς των Βακχίδων Κωρυκείων Νυμφών. Μας καταυγάζει το ανέσπερο φως του Απόλλωνα, ανοίγοντας ορίζοντες στη σκέψη μας και ο θρύλος μας καλεί να επιστρέψουμε στις αρχέγονες ρίζες μας, ακούγοντας τις Ελικωνιάδες Μούσες να τραγουδούν γλυκά, μύθους, ιστορίες, παραδόσεις και θρύλους θεών, ημιθέων και ανθρώπων που προβάλλουν μέσα από την αχλύ του χρόνου.
Στην κορυφή του λόφου μας περιμένει η έκπληξη του πανάρχαιου, μυκηναϊκής εποχής, κυκλωπείου τείχους με τις τετράγωνες επάλξεις του, το οποίο σφιχταγγαλιάζει την ακρόπολη και σιωπηλά μέσα από το αρχαίο του μεγαλείο, προσπαθεί να μας μεταδώσει παλαίφατα μυστικά που δεσμεύτηκαν στα μόριά του. Αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία για την αίγλη και την στρατηγική σπουδαιότητα της αρχαίας πόλης.
Τον παλιό οχυρωματικό περίβολο της πόλεως των Πανοπέων, ο Παυσανίας τον υπολόγισε στα εφτά στάδια, χίλια τριακόσια περίπου μέτρα. Σήμερα τα σωζόμενα επιβλητικά κατάλοιπα, του πάλαι ποτέ κλειτού Πανοπέως, όπως τον αποκαλεί ο Όμηρος, και μάλιστα της νότιας πλευράς, γιατί της βόρειας σώζονται λιγότερα, καθότι υπερισχύει η φυσική οχύρωση του βραχώδους λόφου, διακρίνονται για το επιμελημένο με καλοδουλεμένους λίθους ισοδομικό χτίσιμο και την πολυγωνική τειχοδομία του οχυρωματικού του περιβόλου. Μεγάλοι και μικροί λίθοι με εξαιρετική λαξευτική τέχνη και ακρίβεια τοποθέτησης, σχηματίζουν καταπληκτικούς αρμούς, οριζοντίους, καθέτους, λοξούς, χωρίς να λείπει και ο καταπληκτικός συνδυασμός αυτών, και το σπουδαιότερο χωρίς το παραμικρό ίχνος συνδετικής ύλης (λάσπης).
Επειδή το τείχος, στην μακραίωνα ιστορία της πόλης, καταστράφηκε και χτίστηκε επανειλημμένως δεν του λείπουν ιδίως στις βάσεις του κάποια τμήματα, με πολυγωνικές λαξευμένες πέτρες, αρχαιοτάτων πελασγικών και ίσως προκατακλυσμιαίων κυκλωπείων τειχών. Στον προσεκτικό επισκέπτη είναι ευδιάκριτη η διπλή και η τριπλή τειχοποιία και ο μεγάλος αριθμός των καταπληκτικών επάλξεων, ιδιαιτέρως αυτών που έχουν ανυψωθεί επάνω σε φυσικούς Βράχους.
Περιδιαβάζοντας από τα ανατολικά προς τα δυτικά, το αρχαίο σωζόμενο τείχος, παρατηρούμε ότι ο χρωματισμός της τειχοποιίας του μετατοπίζεται από το συνηθισμένο φαιό των λίθων για να πάρει σαφείς αποχρώσεις, ανοιχτότερες του φαιού, με ανάμικτες ραβδώσεις μαρμάρινης υφής χρώματος άλικου του οίνου. Ο χρωματισμός της τειχοποιίας ακολουθεί πιστά τις αποχρώσεις των φυσικών χρωμάτων των υπερκειμένων βράχων του λόφου καθώς μετακινούμεθα από ανατολάς προς δυσμάς με ένα καταπληκτικό μιμητισμό, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω δοκίμως τον όρο, του αρχιτέκτονα και καλλιτέχνη κατασκευαστή, που συναρπάζει το σύγχρονο τεχνικό για την πιστότητα και τον σεβασμό στην αισθητική του περιβάλλοντος χώρου, μη διαταράσσοντας την οπτική αρμονία του τοπίου, παρόλο που πρόκειται για αμυντικό κυρίως κατασκεύασμα. Αποδεικνύεται έτσι, ότι έχει χρησιμοποιηθεί η λάξευση της τοπικής πέτρας και μάλιστα της πιο κοντινής. Ιδιαιτέρως στο δυτικό τμήμα και αν έχουμε το φως του Ηλίου κάπως έντονο και έμπροσθέν μας, το μάτι θα ξεγελαστεί να ξεχωρίσει, ότι επάνω στο φυσικό βράχο και στην συνέχεια αυτού η έπαλξη και το τείχος είναι τεχνητά. Αυτό επιτείνεται ένεκα της διάβρωσης των δόμων από την αδυσώπητη φθορά των αιώνων και γιατί όχι, της αδυναμίας ή αμέλειάς μας να επέμβουμε για την διατήρησή τους. Απαιτείται οπωσδήποτε η αναστήλωση του τείχους, γιατί πολλά του σημεία κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Εμφανείς πλέον και στον μη ειδήμονα οι "κοιλιές" ή τα "φουσκώματα" στο τείχος, κυρίως από τις συκιές και άλλα δένδρα που φυτρώνουν και πιέζουν τους δόμους του τείχους, εδώ και χιλιετίες και αυτή θα μπορούσε να είναι και η πιο γρήγορη και εύκολη επέμβαση.
Το φρούριο, σε εποχές ακμής της πόλης, περιέκλειε σε όλη την κορυφή του λόφου, την ακρόπολη και κατεβαίνοντας από δυτικά στην πλαγιά, συμπεριελάμβανε εντός του και μέρος της ίδιας της πόλης. Αυτό άλλωστε φαίνεται καθαρά και σε σωζομένη απεικόνιση, λιθογραφία, περιηγητού ζωγράφου του 18ου αιώνα.
Οι Πανοπείς έλκουν την καταγωγή τους από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και ανήκουν στην πασίγνωστη αρχαιοτάτη ελληνική φυλή των Μινύων ή Φλεγύων, κοινώς Αργοναυτών. Συμμετέχουν στα σπουδαιότερα γεγονότα που σημάδεψαν την μακραίωνη ελληνική λεγομένη προϊστορική και ιστορική περίοδο και στις περίφημες αργοναυτικές εκστρατείες με ταξίδια σε όλον τον κόσμο.
Στον παρακείμενο χείμαρρο της πόλεως και από την λάσπη αυτού, ο Τιτάνας Προμηθεύς, πατέρας του Δευκαλίωνα, έπλασε, σύμφωνα με τον μύθο, τους πρώτους ανθρώπους. Ο περιηγητής της Ελλάδος Παυσανίας, μας αναφέρει, ότι στην εποχή του αισθάνθηκε, την παραμένουσα ακόμη εκ του γεγονότος, οσμή ανθρωπίνης σάρκας. Σε αυτή την ευρύτερη περιοχή ο Πατριάρχης των Ελλήνων Δευκαλίων και η γυναίκα του Πύρρα, μετά τον μεγάλο Βοιωτικό Κατακλυσμό ή Κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, δημιουργούν τους πρώτους Έλληνες από τα οστά της μητέρας Γης. Σύμβολο αυτοχθονίας των Ελλήνων. Η ανθρωπογονία του Προμηθέα, καθιστά την περιοχή κοιτίδα του Έλληνα, τουλάχιστον, ανθρώπου. Από την πασίγνωστη στην αρχαιότητα χαράδρα του Πανοπέως, "Πανόπειον Πεδίον", ξεκινά "ημερούν τους ανθρώπους", δηλαδή ξεκινά εκπολιτίζοντας τους ανθρώπους, ο χρυσοτοξότης θεός Απόλλωνας, καθώς μας αναφέρει ο Στράβων. (θ.422.12)
Κι ο Πλάτων θα πει, ότι αν ο Προμηθεύς δεν έπλασε τον άνθρωπο, σίγουρα όμως του έδωσε την δυνατότητα να ζη, χαρίζοντάς του κάθε τέχνη και επιστήμη.
Οι Πανοπείς ήταν περήφανοι για την καταγωγή τους, γιατί ως πραγματικοί Φλεγύες, μαζί με το χαρακτηρισμό της αγριότητας που τους αποδιδόταν, διέθεταν την αρετή της ανδρείας και ήταν ακατάβλητοι στον πόλεμο.
Για το γίγαντα Τιτυό, του οποίου υπήρχε τύμβος στον Πανοπέα, γίνεται αναφορά στο λήμμα Τιτυός.
Ο ήρωας Πανοπεύς συμμετέχει στο περίφημο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου (αγριογούρουνο) που είχε σταλεί από την Άρτεμη στην πόλη Καλυδώνα ως τιμωρία.
Γιος του Προμηθέα ήταν ο Δευκαλίων, βασιλιάς στην περιοχή της Φθίας, που νυμφεύφθηκε την Πύρρα, θυγατέρα του Επιμηθέα και της Πανδώρας, της πρώτης γυναίκας που έπλασαν οι θεοί. Όταν ο Ζευς αποφάσισε ν' αφανίσει το "χαλκούν γένος" ο Δευκαλίων κατά συμβουλή του πατέρα του Προμηθέα, κατασκεύασε μια λάρνακα, έβαλε μέσα όλα τα χρειώδη και τέλος μπαίνει κι αυτός μαζί με τη γυναίκα του Πύρρα. Εδώ στην περιοχή μας, όπως τονίσαμε, ξανά αναγεννάται το Ελληνικό Έθνος, μετά τον κατακλυσμό και την προσάραξη της κιβωτού στον Παρνασσό.
Στην πόλη του Πανοπέως, ο βασιλιάς Στρόφιος, νυμφεύεται την αδελφή του Αγαμέμνονα Αναξιβία και αποκτούν τον Πυλάδη. Εδώ, μαζί με τον Πυλάδη, θα μεγαλώσει και ο Ορέστης, σταλμένος για να γλιτώσει πιθανή εκδίκηση του Αιγίσθου. Αργότερα ο Πυλάδης θα νυμφευθεί την Ηλέκτρα και θα ζήσουν εδώ με τους δυο γιους τους Στρόφιο και Μέδοντα.
Τον Πανοπέα ο Όμηρος τον αποκαλεί και καλλίχορον, δηλαδή τόπος καλός για χορό και αυτό μας παραπέμπει στις γνωστές θυιάδες που έστηναν καλούς χορούς, κάθε δεύτερο έτος, ξεκινώντας από την Αττική και την Βοιωτία για τις γιορτές του Διονύσου που κατέληγαν στο Κωρύκειο Άντρο του Παρνασσού. Εκεί τελούσαν την περιφορά του Λικνίτη, του νεκρού Διονύσου, και μετά γιόρταζαν μεγαλοπρεπώς την επερχομένη ανάσταση του θεού.
Η περιοχή, στην αρχαιότητα, ήταν καλυμμένη κατά μεγάλο μέρος από βελανιδιές, πλατάνια, ευκαλύπτους, κουμαριές, ρείκια κι όλα αυτά τα γνωστά και σήμερα, δυστυχώς, λίγα απομεινάρια δένδρων που γνωρίζουμε. Οι Πανοπείς διέθεταν άφθονο κυνήγι ζαρκαδιών, ελαφιών, αγριογούρουνων, περδίκων, λαγών, ορτυκιών και άλλων αγρίων ζώων. Οι ποταμοί αφθονούσαν σε ψάρια και στα έλη της κοιλάδας του Κηφισσού και της λίμνης της Κωπαϊδας αφθονούσαν τα νόστιμα χέλια, πανάκριβα στην αγορά της αρχαίας Αθήνας, όπως μας αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς.
Η αφθονία αγριογούρουνων και γενικά των μεγάλων ζώων της περιοχής, μας δίνει το ερέθισμα να αντιληφθούμε την εικόνα της πυκνής και εκτεταμένης βλάστησης μέσα στην οποία, τα ίδια τα ζώα εύρισκαν το κατάλληλο καταφύγιο για τη διαμονή τους.
Η πυκνή βλάστηση της περιοχής επιβεβαιώνεται και από τον Όμηρο στο τέλος της Οδύσσειας, όπου αναφέρεται ο τραυματισμός του εφήβου ακόμη Οδυσσέα, από αγριογούρουνο, όταν είχε έρθει να επισκεφθεί τον παππού του, από την μητέρα του, Αυτόλυκο - βασιλιά στον Παρνασσό - και βγήκε για κυνήγι με τους θείους του όπου και τραυματίστηκε στον μηρό.
Ένα μεγάλο μέρος από τους διασωθέντες θρύλους, της προϊστορίας και της ιστορίας του ελληνικού έθνους, διαδραματίζονται στην ευρύτερη περιοχή, όπου βρίσκεται ο Πανοπεύς.
Στους Δελφούς το πασίγνωστο μαντείο του Απόλλωνα, στην Λειβαδιά το μαντείο του Τροφωνείου, πλησίον Εξάρχου και Κολάκας τα μαντεία των Αβών και της Υάμπολης. Από τον βοιωτικό Ορχομενό ξεκινά ο Φρίξος και η Έλλη, από την Βοιωτία ο Ιάσονας και οι Αργοναύτες, από την βοιωτική Αυλίδα ξεκινά η εκστρατεία των Αχαιών κατά της Τροίας. Στην Βοιωτία ο Οιδίπους, η Αντιγόνη. Στον Πανοπέα ο Ορέστης με τον Πυλάδη.
Η Φωκίδα στην αρχαιότητα εκτεινόταν σε όλη την παραλία από την Ιτέα, Αντίκυρα ως τον όρμο της Ζελίτσας ή Παναγιάς Καλαμιώτισσας, προχωρούσε μεταξύ χωριού Ελικώνα και Κυριακίου, δυτικά της Λειβαδιάς, μεταξύ Πανοπέως και Χαιρώνειας, μεταξύ Κολάκας και Εξάρχου, Ελάτεια, Μόδι, Δρυμαία, Μπράλο, Γραβιά, Ιτέα.
Είχε δικό της Κοινοβούλιο με αντιπροσώπους από τις 22 πόλεις της, το οποίο βρισκόταν στη Σχιστή Οδό - σημείο φονικής συνάντησης των Λαϊου και Οιδίποδα- δίπλα στον Πλατανιά και αποτελεί το υπόδειγμα των σημερινών Κοινοβουλίων. Κάθε πόλη έστελνε δυο αντιπροσώπους και σ' αυτό το κοινοβούλιο μάλλον πάρθηκε η απόφαση να σταλλούν σαράντα πλοία στην Τροία, από τη Φωκίδα. Φαίνεται παράξενο ότι ο Πανοπεύς διέθετε στόλο. Και όμως διέθετε όχι μόνο στόλο με επίνειο την Αντίκυρα αλλά, για πάνω από χίλια χρόνια, από την εποχή του Ομήρου μέχρι τους περσικούς τουλάχιστον χρόνους, ήταν η έδρα των Φωκικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ο Έπειός όπως εκτενώς μας αναφέρει ο Όμηρος είναι ο αρχιτέκτονας κατασκευαστής του Δουρείου ίππου της Τροίας που συνέβαλε να πέσει η επί μια δεκαετία απόρθητη πόλη. Ο Έπειός αναδεικνύεται ο μεγαλύτερος πυγμάχος των Αχαιών. Μετά την λήξη του Τρωϊκού πολέμου καταφεύγει στην Κάτω Ιταλία και στο μυχό του κόλπου του Τάραντα, μεταξύ θουρίων και Κρότωνα ιδρύει την πόλη Μεταπόντιο και στον ναό της Αθηνάς Παλλάδας, αφιερώνει τα εργαλεία με τα οποία μόρφωσε τα ξύλα της τρωικής Ίδης κατασκευάζοντας τον περίφημο Δούρειο ίππο. Αρχαιολογικές ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών, στην Κάτω Ιταλία, φέρνουν στο φως τεκμήρια της παλιάς τοποθεσίας Γαργαρίας (ιταλικά Lagaria), όπου εικάζεται ότι εγκαταστάθηκαν ο Επειός και οι σύντροφοί του. Στο Μεταπόντιο ήταν και ο τάφος του Πυθαγόρα (510 π.Χ).
Την πανέμορφη Αίγλη, κόρη του βασιλιά Πανοπέως, την Ερωτεύεται σφόδρα, όπως λέει ο Ησίοδος, το βασιλόπουλο των περί την Οίτην Δωριέων, Αιγίμιος, αλλά τελικώς την νυμφεύεται ο Αθηναίος Θησεύς, εγκαταλείποντας την Αριάδνη στην Νάξο, ένεκα ανωτέρας θεϊκής προσταγής (του Διονύσου).
Οι Πανοπείς θα διεξάγουν μαζί, με τους άλλους Φωκείς φοβερούς μακροχρόνιους και αιματηρούς πολέμους με τους Θεσσαλούς και στο τέλος θα νικήσουν. Αργότερα μαζί με τους άλλους Έλληνες θα πολεμήσουν στις Θερμοπύλες μαζί με τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα τον πολυάριθμο στρατό των Περσών και θα δουν την πόλη τους να καταστρέφεται. Θα πολεμήσουν τον Φίλιππο και τους Μακεδόνες στην μάχη της Χαιρώνειας και πάλι η πόλη τους θα καταστραφεί. Στην συνέχεια θα πολεμήσουν τους Κέλτες, τους Ρωμαίους και πάλι νέες καταστροφές και επανορθώσεις, ώσπου το μίσος και ο φανατισμός των αιρετικών και μισελλήνων του Γότθου Αλάριχου θα σβήσουν σχεδόν όλο το Ελληνικό κάλλος και την ελληνική αρχιτεκτονική, όχι όμως και την ελληνική αθάνατη ψυχή, από τις Θερμοπύλες μέχρι την Αττική ρίχνοντας όλη την Ελλάδα στο σκότος του Μεσαίωνα που θα ακολουθήσει.
Ο Πανοπεύς θα ακολουθήσει την μοίρα της Φωκίδας και όλης της Ελλάδας μέχρι να λάμψει και πάλι στο ελληνικό Βυζάντιο και την Ευρώπη η φλόγα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Σήμερα, παρ’ όλες τις βολές που δεχόμαστε και την ηττοπάθεια που μας καλλιεργήθηκε εντέχνως, με δειλά αλλά σταθερά βήματα προβάλλει μια νέα αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος και η αφύπνιση υγιών δυνάμεων που είχαν πέσει σε λήθαργο επί αιώνες κτυπούν στο κατώφλι του 21ου αιώνα.
Στην επανάσταση του εικοσιένα ο Πανοπεύς με το όνομα Άγιος Βλάσιος θα προσφέρει κι αυτός τις δυνάμεις του στην Επανάσταση, όπως το έπραξε και στους μετέπειτα πολέμους πληρώνοντας με αρκετό αίμα πολλών παλληκαριών του που έπεσαν υπέρ βωμών και εστιών.
Οι Πανοπείς αλλά και οι Φωκείς γενικότερα ουδέποτε στην μακραίωνα ιστορία τους συμμάχησαν με αντιπάλους των Ελλήνων, γι' αυτό ίσως υπέστησαν και τεράστιες καταστροφές από τους εκάστοτε κατακτητές και βαρβάρους επιδρομείς.
Τι έχει μείνει σήμερα από την πανάρχαια φυλή των Μινύων και γενικώς από τα χαρακτηριστικά του Αιγαιακού φύλου;
Θα άρχιζα, με το μεγαλύτερο μειονέκτημα μας, την Εγωπάθεια που μεταφράζεται και σε διχόνοια, ματαιώνοντας τις κοινές προσπάθειες, κατακερματίζοντας τις ατομικές ενέργειες.
Θα θέλαμε, βεβαίως, να επαιρόμεθα ότι υπάρχει ακόμη το Αδέσμευτο, το Αυθαίρετο, το Ατίθασο και το αληθινά Ελεύθερο Εγώ μας, που χάρη σ' αυτό παραμένει πάντα επίκαιρη η σχέση μας με το σύμπαν και τα πράγματα, με αντίκτυπο στο πρωτοφανέρωτο της ψυχής μας.
Παραμένει πάντα έντονη η δημιουργική πλευρά στην φιλοσοφία, στην ποίηση, στις τέχνες, στις επιστήμες, στο εμπόριο και στον πόλεμο. Απ' αυτή την πλευρά αναβλύζει και η δόξα των Ελλήνων.
Ο Έλληνας φαίνεται ότι μειονεκτεί στο πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας αλλά θέλουμε να πιστεύουμε ότι διακρίνεται ακόμη και σήμερα από την σύλληψη αφηρημένων εννοιών και τον πλούτο των αισθημάτων που τον κατέστησε πρωτοπόρο στο Πνεύμα και στις Καλές Τέχνες.
Γιάννης Σ. Γκανάσος